από το περιοδικό: Cognitive Science (Φεβρουάριος 2013)
των: Ronald Melzack, Joel Katz
Department of Psychology, McGill University, Montreal, Quebec, Canada.
Όλοι γνωρίζουμε ότι ο πόνος έχει πολλές χρήσιμες λειτουργίες. Σηματοδοτεί
συνήθως τραυματισμό ή ασθένεια και παράγει ένα ευρύ φάσμα
συμπεριφορών για τον τερματισμό και την αντιμετώπιση των αιτίων του. Ο
πόνος στο στήθος, για παράδειγμα, μπορεί να είναι ένα σύμπτωμα της
καρδιακής νόσου, και μπορεί να μας αναγκάσει να ζητήσουμε τη βοήθεια
ενός γιατρού. Επώδυνες μνήμες
του παρελθόντος, μπορούν επίσης να χρησιμεύσουν στο σώμα μας για να αποφύγει μελλοντικές επώδυνες καταστάσεις.
Μια
άλλη ευεργετική επίδραση του πόνου, ιδίως μετά από σοβαρό τραυματισμό ή
ασθένεια, είναι ότι μας ωθεί προς την ανάπαυση, προωθώντας έτσι την διαδικασία αποκατάστασης του προβλήματος. Όλες
αυτές οι ενέργειες που προκαλούνται από τον πόνο, έχουν προφανή αξία για την επιβίωση.
Παρά τις θετικές πτυχές του πόνου, υπάρχουν και αρνητικά χαρακτηριστικά που δημιουργούν προβλήματα στην κατανόηση του παζλ του πόνου.
Ποιο είναι το όφελός μας από το χρόνιο άλγος σε ένα μέλος φάντασμα, όπου ο ακρωτηριασμός έχει επουλωθεί πλήρως; Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο πόνος και όχι η σωματική βλάβη, αποτρέπει τον ασθενή από το να διάγει φυσιολογική ζωή. Ομοίως,
οι περισσότεροι από τους πόνους της σπονδυλικής στήλης, τους πονοκεφάλους, τους μυϊκούς πόνους, τους πόνους των νεύρων, τους πυελικούς πόνους και τους πόνους του προσώπου δεν εξυπηρετούν
κανέναν σαφή σκοπό, απλά είναι ανθεκτικοί στη θεραπεία, και είναι καταστροφικοί για την καθημερινότητα του ανθρώπου.Έτσι, ο πόνος μπορεί να είναι το προειδοποιητικό σήμα που σώζει τις ζωές κάποιων ανθρώπων, αλλά και η χρόνια κατάσταση που καταστρέφει την καθημερινότητα αμέτρητων άλλων. Οι χρόνιοι πόνοι, προφανώς, δεν είναι μια προειδοποίηση για την αποφυγή τραυματισμού ή ασθένειας. Είναι αυτή καθεαυτή η ασθένεια, το αποτέλεσμα δηλαδή κακής λειτουργίας των νευρικών μηχανισμών.
Σε αυτή τη μελέτη έγινε μια προσπάθεια να επανεξεταστούν οι παρελθούσες και οι τρέχουσες θεωρίες του
πόνου, συμπεριλαμβανομένης της θεωρίας Neuromatrix, η οποία υποθέτει ότι κάποιοι μηχανισμοί του εγκεφάλου μπορούν να κρύβονται πίσω από κάποια είδη του
χρόνιου πόνου και έτσι να δωθούν ερεθίσματα για έρευνα πάνω νέες μορφές της θεραπειών.
Ο
πόνος είναι μια προσωπική και υποκειμενική εμπειρία, που επηρεάζεται από την
πολιτισμική μάθηση, την έννοια της κατάστασης, την προσοχή, και άλλες
ψυχολογικές μεταβλητές.
Η διεργασία του πόνου δεν αρχίζει με τη διέγερση των υποδοχέων. Αντίθετα, ένας τραυματισμός ή μία ασθένεια προκαλούν νευρικά σήματα που εισέρχονται στο πάντα ενεργό
νευρικό σύστημα. Στο νευρικό σύστημα του ενήλικα, υπάρχει καταγραμμένο το υπόστρωμα της
εμπειρίας του παρελθόντος, του πολιτισμού, και μια σειρά από άλλους
περιβαλλοντικούς και προσωπικούς παράγοντες. Έτσι προκαλούνται πολύπλοκες διεργασίες του εγκεφάλου, που συμμετέχουν ενεργά στην επιλογή, αφαίρεση,
και σύνθεση των πληροφοριών από το σύνολο αισθητηριακών πληροφοριών.
Ο
πόνος δεν είναι απλά το τελικό προϊόν μιας γραμμικής μεταφοράς του αισθητηριακού
συστήματος. Είναι μια δυναμική διαδικασία που περιλαμβάνει
συνεχείς αλληλεπιδράσεις μεταξύ πολύπλοκων συστημάτων.
H βασική αρχή της θεωρίας Neuromatrix, μας απομακρύνει από την Καρτεσιανή αντίληψη του
πόνου ως μια αίσθηση που παράγεται από τραυματισμό, φλεγμονή, ή άλλη
βλάβη των ιστών και θεμελιώνει την έννοια του πόνου ως μια πολυδιάστατη
εμπειρία που παράγεται από πολλαπλές επιρροές. Αυτές οι επιρροές εξαρτώνται από την υπάρχουσα συναπτική αρχιτεκτονική και καθορίζονται από γενετικούς παράγοντες και
αισθητηριακές "εμπειρίες" μέσα από το σώμα και από άλλες περιοχές
του εγκεφάλου. Επίσης, γενετικές
επιδράσεις στην συναπτική αρχιτεκτονική μπορούν να καθορίσουν ή να
προδιαθέσουν προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης ενός χρόνιου σύνδρομου πόνου.
Το συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι έχουμε πλέον απομακρυνθεί από την ψυχοσωματική αντίληψη που θεωρεί ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ της υπάρχουσας βλάβης και του πόνου.
Η
θεωρία Neuromatrix, η οποία τοποθετεί τη συμβολή και
των νευρο-ορμονικών μηχανισμών του στρες σε επίπεδο ίσης σημασίας με
τους βιολογικούς μηχανισμούς των αισθήσεων μετάδοσης, έχει σημαντικές
επιπτώσεις στην έρευνα και τη θεραπεία του πόνου.
Μια
άμεση σύσταση είναι ότι οι διεπιστημονικές ομάδες μελέτης του πόνου θα πρέπει να
επεκταθούν ώστε να περιλαμβάνουν και ειδικούς ενδοκρινολογίας και ανοσολογίας.
Μια
τέτοια ερευνητική συνεργασία μπορεί να οδηγήσει σε νέες ιδέες και νέες στρατηγικές
έρευνας, που μπορεί να αποκαλύψουν τους υποκειμενικούς μηχανισμούς του χρόνιου
πόνου και να οδηγήσουν σε νέες θεραπείες για την ανακούφιση από τον χρόνιο πόνο.
πηγή: http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1002/wcs.1201/full
αναφορές: http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/17177754
http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/11780656