Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Η συμβολή του προσθίου χιαστού συνδέσμου στην ιδεοδεκτικότητα του γόνατος

από το περιοδικό: Journal of Novel Physiotherapies (Μάρτιος 2012)

του: Antonios G. Angoules 
Department of Essential Medical Subjects, Faculty of Healthcare Professions, Technological Educational Institute, Athens, Greece


Ο Πρόσθιος Χιαστός Σύνδεσμος (ΠΧΣ) είναι ένα βασικό ενδοαρθρικό στοιχείο, κεφαλαιώδους σημασίας, για την φυσιολογική κίνηση του γόνατος, δεδομένου ότι εξασφαλίζει ταυτόχρονα στατική και δυναμική ευστάθεια [1]. 
Η δυναμική σταθερότητα υποστηρίζεται από την παρουσία ειδικών μηχανοϋποδοχέων στη δομή του συνδέσμου, οι οποίοι αποδείχθηκε ότι είναι ένα απαραίτητο στοιχείο για την ιδιοδεκτικότητα, όπως έχει αναφερθεί σε  αρκετές ανατομικές και ιστολογικές μελέτες [2-10].
Η ύπαρξη μηχανοϋποδοχέων και ο δυνητικός τους ρόλος στη λειτουργικότητα του γόνατος συζητείται εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Ωστόσο, μόλις πρόσφατα, το 1984, η ύπαρξή τους αποδείχθηκε σε ανθρώπινο ΠΧΣ, μετά τον εντοπισμό μηχανοϋποδοχέων τύπου ΙΙΙ στον ΠΧΣ (σύμφωνα με τους Freeman και Wyke), καθώς και στις καταλήξεις των ελεύθερων υποδοχέων [2].
Στη συνέχεια, με πιο λεπτομερείς μελέτες, εντοπίστηκαν τρεις τύποι μηχανοϋποδοχέων με διαφορετικά μορφολογικά χαρακτηριστικά: δύο τύποι οργάνων Ruffini και ένας μικρότερος αριθμός ελεύθερων νευρικών απολήξεων. Στην ίδια μελέτη αναφέρθηκε ότι νευρικά στοιχεία καταλαμβάνουν περίπου το 1% της συνολικής μάζας του συνδέσμου [3]. 
Αν και ο ορισμός της ιδιοδεκτικότητας έχει δοθεί πριν από πολλά χρόνια, δεν υπάρχει ευρέως αποδεκτός ορισμός. Ο Sherrington που εισήγαγε τον όρο αυτό στη βιβλιογραφία, την περιγράφει σαν την απάντηση του ΚΝΣ σε ερεθίσματα που δέχεται από την περιφέρεια (από υποδοχείς που βρισκονται στις αρθρώσεις, στους συνδέσμους, στους μυς, στην περιτονία και στο δέρμα) και η οποία έχει σαν σκοπό την διόρθωση της στάσης του σώματος στο χώρο. Η ιδοδεκτικότητα δηλαδή, δρα με τον έλεγχο των αντανακλαστικών και των μυών [11].
Αν και η αρχική περιγραφή της την όριζε σαν αισθητηριακή διαδικασία, πρόσφατα, η έννοια του όρου "ιδιοδεκτικότητα" έχει επεκταθεί και περιλαμβάνει επίσης την αλληλεπίδραση των προσαγωγών και των απαγωγών οδών του ΚΝΣ  [12]. 
Οι περισσότεροι συγγραφείς αναφέρονται σε δύο τύπους ιδιοδεκτικότητας για ιατρικούς λόγους. Σαν στατική ιδιοδεκτικότητα ορίζεται η κοινή λογική θέση για την κατεύθυνση των άκρων στο χώρο και η αντίληψη της αλληλεξάρτησης τους. Σαν δυναμική ιδιοδεκτικότητα ή αλλιώς κιναισθησία ορίζεται η αίσθηση της κίνησης των άκρων και οι αλλαγές που συμβαίνουν με την ταχύτητα, επιτάχυνση ή επιβράδυνση [13]. 
Τα δύο αυτά στοιχεία της ιδιοδεκτικότητας θα πρέπει να συνοδεύεται από το τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό στοιχείο της ιδιοδεκτικής αίσθηση της ισχύος / τάσης, που παρατηρείται κατά τη συστολή των μυών [12,14].


Τραυματισμοί σε κοινές δομές των αρθώσεων, όπως του ΠΧΣ, των μηνίσκων, ή ακόμη και σε οστεοαρθρίτιδα, προκαλούν φθορές στους μηχανοϋποδοχείς ή αλλαγές στην συνδυασμένη λειτουργία τους. Η ακόλουθη διαταραχή στην πληροφόρηση του ΚΝΣ δημιουργεί διαταραχές στην κιναισθησία [15]. Διαταραχή στα προσαγωγά ιδεοδεκτικά ερεθισματα καταγράφεται εκτός από την περίπτωση βλάβης του ΠΧΣ, επίσης και με τη γήρανση [16-20], ενώ η μειωμένη κιναισθητικότητα καταγράφεται ως αποτέλεσμα και των αλλαγών σε ένα οστεοαρθριτικό γόνατο [19,21,22]. 
Η διαταραχή της αισθητικής ιδεοδεκτικότητας σε κάκωση του ΠΧΣ έχει μελετηθεί με κάθε λεπτομέρεια. Η αναπαραγωγή μιας προκαθορισμένης γωνίας και το όριο για την ανίχνευση της παθητικής κίνησης, είναι οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενες αισθητικοκινητικές τεχνικές μέτρησης του ιδεοδεκτικότητας της άρθρωσης [23].
Δύο άλλες μέθοδοι αξιολόγησης του νευρομυϊκού ελεχου είναι το αντανακλαστικό λανθάνουσας συρρίκνωσης των ισχιοκνημιαίων και η αξιολόγηση του ελέγχου της στάσης του σώματος [25]. 

Οι περισσότερες μελέτες αναφέρουν μείωση της ιδιοδεκτικής αίσθησης μετά από τραυματισμό και ανεπάρκεια του ΠΧΣ [26-32], ενώ και η αντίθετη άποψη έχει αποκτήσει περιορισμένη υποστήριξη [33-35]. 
Κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης της συνδεσμικής κάκωσης, δεν είναι σαφές εάν η φλεγμονή των αρθρώσεων και το οίδημα συμβάλλουν στο έλλειμμα της ιδιοδεκτικότητας [36]. 
Παρόλα αυτά, οι εν λόγω παράμετροι δεν σχετίζονται με την στατική και δυναμική μείωση της ιδιοδεκτικότητας, η οποία είναι εμφανής σε χρόνια ανεπάρκεια του ΠΧΣ [37].

Καθώς οι αισθητηριακοί υποδοχείς βρίσκονται όχι μόνο στον ΠΧΣ, αλλά επίσης και στο δέρμα, στους μυς, τους τένοντες και τους άλλους ιστούς που περιβάλλουν το γόνατο [14,38-42], πιθανολογείται ότι η ζημία στο αισθητηριακό σύστημα του τραυματισμένου γόνατος, μπορεί επίσης να αντιπροσωπεύει μια κεντρομόλο βλάβη, στην οδό που οδηγεί στη μείωση του νευρομυϊκού ελέγχου και δυναμική σταθερότητα της άρθρωσης. 
Σε αυτή την περίπτωση βλάβης, στην προσαγωγό οδό των ερεθισμάτων, το αποτέλεσμα θα είναι η ελάττωση του νευρομυϊκού ελέγχου και δυναμική αστάθεια της άρθρωσης. 
Έτσι, το ιδιοδεκτικό έλλειμμα ενός γόνατος με ρήξη ή μη-λειτουργικό ΠΧΣ, είναι πιθανόν να μην είναι μόνο το αποτέλεσμα της μειωμένης λειτουργικότητας των συνδεσμικών μηχανοϋποδοχέων, με την επακόλουθη απώλεια της ιδιοδεκτικής αντίδρασης [40], αλλά και η συνέπεια της μη φυσιολογικής λειτουργίας της κεντρομόλου οδού από τον αρθρικό θύλακο και τους υπόλοιπους συνδέσμους [43]. 
Συμπέρασμα:
Ο ΠΧΣ δεν είναι μόνο ένα πρωτεύον στοιχείο συγκράτησης της άρθρωσης του γόνατος, αλλά είναι επίσης και ένας σημαντικός δυναμικός σταθεροποιητής της άρθρωσης του γόνατος. 
Ωστόσο η συμβολή του ΠΧΣ στην ιδιοδεκτικότητα της άρθρωσης δεν έχει ακόμη πλήρως διευκρινιστεί. Περαιτέρω εργαστηριακές και κλινικές έρευνες είναι απαραίτητες, έτσι ώστε να υπάρξει μια καλύτερη κατανόηση αυτού του πολύπλοκου μηχανισμού.

πηγή:  http://www.omicsgroup.org/journals/2165-7025/2165-7025-2-e112.php?aid=5039

αναφορές: