Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Υποκαπνία σε ασθενείς με χρόνιο πόνο στον αυχένα (σύνδεση με τον πόνο, τη μυϊκή λειτουργία, και το στρες)

από το περιοδικό American Journal of Physical Medicine & Rehabilitation  (Σεπτ. 2013)

των Zacharias Dimitriadis, Eleni Kapreli, Nikolaos Strimpakos, Jacqueline Oldham 
(Department of Physiotherapy, Technological Educational Institute of Lamia, Lamia, Greece (ZD, EK, NS) και Manchester Academic Health Sciences Centre, University of Manchester, Manchester, England (ZD, NS, JO)) 


Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει εάν οι ασθενείς με χρόνιο πόνο στον αυχένα έχουν αλλαγές στη αρτηριακή διαδερμική μερική πίεση του διοξειδίου του άνθρακα (PtcCO2) και αν αυτό συνδέεται με άλλες φυσικές και ψυχολογικές παραμέτρους.

Σε αυτή τη συγχρονική μελέτη, 45 ασθενείς με χρόνιο ιδιοπαθή πόνο στον αυχένα και 45 υγιείς, αντιστοίχων παραμέτρων (φύλου, ηλικίας, ύψους και βάρους), ελέγχθησαν εθελοντικά
Στους συμμετέχοντες ελέγχθησαν η δύναμη των μυών του αυχένα, η αντοχή των εν τω βάθει καμπτήρων του αυχένα, η τροχιά όλων των κινήσεων του αυχένα, η προς τα εμπρός κλίση της κεφαλής στην όρθια στάση, διάφοροι ψυχολογικοί παράγοντες (άγχος, κατάθλιψη, κινησιοφοβία κλπ), η τυχόν αναπηρία και ο πόνος. Η PtcCO2 αξιολογήθηκε με τη χρήση διαδερμικής παρακολούθησης αερίων αίματος.

Οι ασθενείς με χρόνιο πόνο στον αυχένα παρουσίασαν σημαντικά μειωμένη PtcCO2 (Ρ <0,01). Στους ασθενείς αυτούς, η PtcCO2 συσχετίστηκε σημαντικά με τη δύναμη των μυών του λαιμού, την αντοχή των εν τω βάθει καμπτήρων του αυχένα, την ύπαρξη ψυχολογικών προβλημάτων και την ένταση του πόνου (P <0.05). 
Η ένταση του πόνου, η αντοχή των εν τω βάθει καμπτήρων του αυχένα, και η κινησιοφοβία παρέμειναν ως σημαντικοτεροί προγνωστικοί παράγοντες στο μοντέλο παλινδρόμησης της PtcCO2.

Συμπερασματικά, οι ασθενείς με χρόνιο πόνο στον αυχένα παρουσίασαν σημαντικά μειωμένη PtcCO2, η οποία μπορεί να φτάσει στα όρια της υποκαπνίας. Αυτή η διαταραχή φαίνεται να σχετίζεται με τις φυσικές και ψυχολογικές εκδηλώσεις του πόνου στον αυχένα. Τα ευρήματα αυτά μπορεί να έχουν μεγάλη επίδραση σε διάφορες κλινικές πτυχές, κυρίως, στην εκτίμηση του ασθενούς, στην αποκατάσταση, και στη συνταγογράφηση φαρμάκων.